Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η Ειρήνη Ηλιοπούλου υπηρετεί από τη δεκαετία του ’80 με συνέπεια τη ζωγραφική. Η μέχρι σήμερα δουλειά της την έδειχνε να παραμένει πιστή στην απεικόνιση προσώπων, τοπίων ή γενικότερα στιγμιο- τύπων, τα οποία η ίδια χρησιμοποιούσε ως αφορμές για να «μιλήσει» για την κρυμμένη ομορφιά της καθημερινότητας και να αναδείξει τις δυνατότητες που της παρείχε το ίδιο το μέσο με το οποίο την απέδιδε, η ζωγραφική. Κι όμως, παρά την εφησυχαστική συνήθως εικόνα των έργων της, ελλόχευε πάντα σε αυτά, υποστηριζόμενη και από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η καλλιτέχνις, μια άλλη πραγματικότητα, που μαρτυρούσε με μία δόση μελαγχολίας την αναφορά της στο παρελθόν, ιστορικό και μυθικό.

Η νέα της δουλειά εμφανίζεται ριζικά ανανεωμένη, τόσο σε επίπεδο θεματικό όσο και σε επίπεδο τεχνικό και εννοιακό. Η Ειρήνη Ηλιοπούλου εισχωρεί σ’ έναν κόσμο ονειρικό και έντονα προσωπικό, τον οποίο εφοδιάζει με μια έντονη ψυχαναλυτική ματιά. Είναι σαν να βάλθηκε να ζωγραφίσει τα όνειρά της. Τα έργα της, μεγάλων διαστάσεων, μοιάζουν σαν «παγωμένα» κινηματογραφικά «καρέ», από μια ται- νία που διατηρεί όμως ίσες αποστάσεις από το όνειρο και τον εφιάλτη.

Πρόκειται άλλοτε για τοπία με έντονα εξωτικά χρώματα και βλάστηση και άλλοτε για εσωτερικούς ή εξωτερικούς χώρους, που διεκδικούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον πίνακα από τους κατοίκους του, κάτι λιλιπούτεια πλάσματα, με παιδικά σοβαροφανή πρόσωπα και με την εξωτερική εμφάνιση και τον ρουχισμό ενηλίκων και από κούκλες.

Η καλλιτέχνης «διαφεύγει» από τα συνήθη ρεαλιστικά της θέματα, για να περιηγηθεί σε χώρους τόσο προφανώς μη πραγματικούς όσο και αληθοφανείς. Στους παράδοξους αυτούς χώρους διασταυρώνονται οι αναμνήσεις της τρυφερής παιδικής ηλικίας-της ηλικίας όπου διαμορφώνεται η προσωπικότητα του ανθρώπου και μπαίνουν οι βάσεις που εν πολλοίς θα καθορίσουν την πορεία του στον κόσμο των ενηλίκων – με τις υποχρεώσεις της σύγχρονης καθημερινότητας. Ανομοιογένεια [λευκή και μαύρη φυλή], ανισότητα [ταξίδια και εργασία] και άλλες αναγνωρίσιμες σταθερές της κοινωνίας μας φαίνεται να ισχύουν και εκεί, καθώς και οι αρχέτυποι ρόλοι των φύλων. Οι δύο κόσμοι, ο δικός μας και ο απο- διδόμενος, μοιάζουν ή είναι ο ένας φτιαγμένος κατ’ εικόνα του άλλου; Σημασία έχει το αποτέλεσμα, ένα θεατρικό σκηνικό, ένας κόσμος «μινιατούρα», όπου ο ρόλος της κούκλας, όχι μόνο ως αθώου παιχνιδιού αλλά και ως αρχέγονου ανθρωπολογικού αντικειμένου, και αυτός του ανθρώπου βρίσκονται ενωμένοι, δημιουργώντας στον θεατή τα αντιφατικά συναισθήματα έλξης και απώθησης. Η αίσθηση της παρα-μυθίας και του όχι-ρεαλισμού τονίζεται από τα έντονα χρώματα, όχι απαραίτητα συμβατά με αυτά του «κόσμου ετούτου» και από την εντύπωση ότι οι παράξενοι «κάτοικοι» των έργων «ξαφνιάστηκαν» από την είσοδο των θεατών στον κόσμο τους

Οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες της Ειρήνης Ηλιοπούλου παραπέμπουν ως θέματα στις αλληγορίες της Αναγέννησης, του Ρομαντισμού και του Συμβολισμού. Και παρόλο που εκ πρώτης όψεως δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για μια χαρούμενη μεταφορά στη Χώρα των Θαυμά- των, σύντομα κανείς διαπιστώνει ότι πρόκειται μάλλον για χώρα της Εικασίας, με την πρώτη έννοια του όρου, αυτήν του ομοιώματος.

Η Ειρήνη Ηλιοπούλου, σε μια πολύ ώριμη στιγμή της καριέρας της, τολμάει την ενδοσκόπηση και, το σημαντικότερο, την εξωτερικεύει, στοχεύοντας παράλληλα την πεμπτουσία της ζωγραφικής πράξης, ως ομοίωμα της ζωής, εσωτερικής και φανερής.

Κατερίνα Κοσκινά